Η φωτιά που ξέσπασε το πρωΐ (14.2.2022) σε εργοστάσιο ανακυκλώσιμων υλικών στη δυτική Θεσσαλονίκη, αφορά καύση στερεών απορριμμάτων (ιδίως πλαστικών, καλωδίων κλπ) σε ανοικτό αέρα, που είναι η χειρότερη περίπτωση καύσης αποβλήτων, λόγω της εξαιρετικά υψηλής ποσότητας τοξικών ρύπων που εκπέμπονται στον αέρα και, ως εκ τούτου, διασκορπίζονται στο έδαφος και το νερό.
Στους ατμοσφαιρικούς ρύπους που εκπέμπονται κατά τη διάρκεια τέτοιας πυρκαγιάς περιλαμβάνονται διάφορες ανόργανες ενώσεις, σωματίδια, βαρέα μέταλλα και ιδίως οργανικές ενώσεις, όπως διοξίνες και φουράνια, που προκαλούν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία.
Είναι τοξικές ενώσεις και μπορούν να προκαλέσουν μεταλλάξεις και τερατογενέσεις. Είναι πολύ σταθερές στο περιβάλλον και έχει βρεθεί ότι σε περιοχές, όπου εκπέμπονται, διασκορπίζονται στο έδαφος, το νερό και τους βιοτόπους των πληγεισών περιοχών.
Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται για τους πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες, οι οποίοι είναι καρκινογόνες και μεταλλαξιογόνες ενώσεις.
Χωρίς την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης και κοινωνικά ελεγχόμενης διαχείρισης των αστικών απορριμμάτων, με πρώτη προτεραιότητα στη μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση και κομποστοποίηση του οργανικού τους κλάσματος, έτσι ώστε να απομείνει ένα μικρό κλάσμα αποβλήτων για τον χώρο υγειονομικής ταφής, τέτοια ατυχήματα ρύπανσης θα είναι αναπόφευκτα και θα θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των κατοίκων.