Edit Content

Η καθημερνή σας ενημέρωση για τον Δήμο Λαγκαδά, την Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και όλο τον κόσμο δωρεάν στο διαδίκτυο

Χρυσοστόμου Σμύρνης 25

+30 6907651080

info@gfd.gr

Παρασκευή 18/04/2025

Ο Βίος του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη – Παιδικά χρόνια Μοναχισμός και Οσιακή Κοίμηση

Παιδικά χρόνια και πρόσφυγας στην Ελλάδα
Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε ως Αρσένιος Εζνεπίδης στις 25 Ιουλίου 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας. Λίγες μέρες πριν αναχωρήσουν οι συγγενείς του ως πρόσφυγες για την Ελλάδα, βαπτίστηκε από τον τοπικό ιερέα, τον Όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, που του έδωσε το όνομά του λέγοντας χαρακτηριστικά ότι τον αφήνει «καλόγερο στο πόδι του» Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε τελικά στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο μικρός Αρσένιος μεγάλωσε μέσα σε ευλαβές περιβάλλον. Από μόλις 5 ετών δήλωνε ότι θέλει να γίνει μοναχός, έχοντας μεγαλώσει με διηγήσεις για τον Άγιο Αρσένιο και διαβάζοντας Βίους Αγίων τους οποίους προσπαθούσε να μιμηθεί με ζήλο​. Ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο, αλλά δεν συνέχισε περαιτέρω σπουδές· αντίθετα, έμαθε την τέχνη του ξυλουργού. Σε ηλικία 15 ετών αξιώθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, μιας ιδιαίτερης πνευματικής εμπειρίας, που φούντωσε περισσότερο μέσα του την αγάπη για τον Θεό και τον πόθο για τον μοναχικό βίο.
Στρατιωτική θητεία με αυταπάρνηση
Τα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου βρήκαν τον Άγιο Παΐσιο νεαρό άνδρα. Παρά τις ταραχές, διακρίθηκε για το ήθος και την ανδρεία του. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία από το 1945 έως το 1949 ως ασυρματιστής (τηλεγραφητής) του Στρατού. Μάλιστα, προθυμοποιήθηκε να υπηρετήσει στην πρώτη γραμμή ώστε να προστατευτούν οι συνάδελφοί του που είχαν οικογένειες. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, επέδειξε αυτοθυσία και δυνατή πίστη: με τις θερμές προσευχές του σώθηκαν θαυμαστά πολλοί συμπολεμιστές του, ενώ και ο ίδιος διεσώθη από θανάσιμους κινδύνους με τρόπο θαυματουργικό​.
Εξαιτίας της ειδικότητάς του, αρκετοί βιογράφοι του τον αποκάλεσαν «ασυρματιστή του Θεού», διότι όπως ένας ασυρματιστής συντονίζει την επικοινωνία, έτσι και εκείνος συντόνιζε τους ανθρώπους με τη θεία βοήθεια μέσω της προσευχής​.
Είσοδος στον μοναχισμό
Μετά την απόλυσή του από τον στρατό, ο Αρσένιος επιδίωξε αμέσως να ακολουθήσει το κάλεσμα που αισθανόταν από παιδί: να γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος. Το 1949 μετέβη στο Άγιον Όρος αναζητώντας πνευματικό οδηγό, όμως προσωρινά χρειάστηκε να επιστρέψει στον κόσμο για οικογενειακούς λόγους. Οι αδελφές του ήταν σε δύσκολη κατάσταση και τον κάλεσαν να τις στηρίξει, οπότε εκείνος υπάκουσε, εργάστηκε για λίγο ως μαραγκός και φρόντισε για την αποκατάστασή τους. Τρία χρόνια αργότερα, το 1953, έχοντας εκπληρώσει το χρέος προς την οικογένεια, εγκατέλειψε οριστικά “τα του κόσμου” και επέστρεψε στην “Αθωνική Πολιτεία” (Άγιον Όρος) αποφασισμένος να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στον μοναχισμό​.
Στο Άγιον Όρος ο νεαρός δόκιμος μοναχός περιηγήθηκε σε σκήτες και κελιά, αναζητώντας τον κατάλληλο Γέροντα. Τελικά, ακολούθησε τη συμβουλή ενός σεβάσμιου ασκητή και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, γνωστής τότε για το αυστηρό της τυπικό. Εκεί έζησε σε απόλυτη υπακοή και έντονη άσκηση. Στις 27 Μαρτίου 1954 εκάρη μοναχός (ρασοφόρος) λαμβάνοντας το όνομα Αβέρκιος​. Ωστόσο, ο πόθος του για ησυχαστική ζωή παρέμενε άσβεστος.
Με την ευλογία του ηγούμενου, μετέβη στη Μονή Φιλοθέου, όπου τότε επικρατούσε ιδιόρρυθμο καθεστώς. Εκεί, υπό την καθοδήγηση του σοφού Γέροντα Συμεών, προετοιμάστηκε για πιο ερημική ζωή. Στις 12 Μαρτίου 1956 εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το μοναχικό όνομα Παΐσιος, προς τιμήν του Μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου Β’, ο οποίος καταγόταν επίσης από τα Φάρασα​.
Ασκητικοί αγώνες σε Κόνιτσα και Σινά
Ο μοναχός Παΐσιος πλέον επιθυμούσε να ζήσει ως ερημίτης. Τον Αύγουστο του 1958, υπακούοντας σε θεία εσωτερική κλήση, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο του Αγίου Όρους όπως σκόπευε, αλλά αναχώρησε για ένα διακόνημα εκτός Αθω. Πήγε στην εγκαταλελειμμένη Ιερά Μονή Παναγίας Στομίου, κοντά στην πατρίδα του την Κόνιτσα​. Εκεί έζησε τελικά τέσσερα χρόνια ασκητικού βίου “ισάγγελου”. Αγωνίστηκε με αυταπάρνηση, αντιμετωπίζοντας σκληρούς πειρασμούς, αλλά παράλληλα πρόσφερε και μεγάλο έργο στην τοπική κοινωνία: στήριξε πνευματικά πολλούς κατοίκους, προστάτεψε το ποίμνιο από προσηλυτιστικές προσπάθειες προτεσταντικών ομάδων της περιοχής και εργάστηκε σκληρά για την ανακαίνιση του μοναστηριού, το οποίο ανοικοδόμησε σχεδόν εκ βάθρων​.
Μετά την ολοκλήρωση αυτού του έργου και αφού εξέλιπε ο κίνδυνος των προτεσταντικών ομάδων, ο Γέροντας Παΐσιος αναζήτησε ξανά περισσότερη ησυχία. Το 1962, αποδεχόμενος ως θεόσταλτη μια πρόσκληση, αναχώρησε από την Κόνιτσα για τη χερσόνησο του Σινά​.
Εκεί, στο θεοβάδιστο Όρος Σινά, εγκαταστάθηκε σε ένα απομονωμένο κελί (των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης) και βίωσε την ποθούμενη μόνωση προς τον Θεό. Στην έρημο του Σινά έζησε με πολλή ταπείνωση, αυστηρή νηστεία, αδιάκοπη αγρυπνία και συνεχή προσευχή, νικώντας με τη χάρη του Θεού τους φοβερούς πειρασμούς της ερήμου. Η άσκησή του συνοδευόταν από αγάπη προς τους ανθρώπους: έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στους τοπικούς Βεδουίνους, τους οποίους βοηθούσε με ταπεινοφροσύνη, προσφέροντάς τους τρόφιμα που αγόραζε από την πώληση μικρών ξυλόγλυπτων σταυρών που ο ίδιος κατασκεύαζε (ένα διακόνημα που θυμίζει τον πρότερο μαραγκό)​.
Δυστυχώς, το τραχύ κλίμα της ερήμου έβλαψε σοβαρά την υγεία του. Ο Γέροντας Παΐσιος ασθένησε βαριά στους πνεύμονες, γεγονός που τον ανάγκασε να επιστρέψει στην πατρίδα του για νοσηλεία. Έτσι, το 1964 επέστρεψε στο Άγιον Όρος, χωρίς ωστόσο να μειώσει τους ασκητικούς αγώνες του, παρά την σωματική του εξασθένιση​.
Η διακονία ως Γέροντας στο Άγιον Όρος
Μετά την ανάρρωσή του, ο Παΐσιος εγκαταβίωσε εκ νέου στο Άγιον Όρος και συνέχισε τον ασκητικό του βίο. Το 1966 αρρώστησε σοβαρά από φυματίωση και νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη, όπου υποβλήθηκε σε επέμβαση και του αφαιρέθηκε μέρος των πνευμόνων. Φιλοξενήθηκε για ανάρρωση στο Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή (εκεί γνωρίστηκε με μια αδελφότητα μοναζουσών που αργότερα έγιναν πνευματικά του παιδιά). Μόλις ανέρρωσε, επέστρεψε πάλι στον Άθωνα. Το 1968, ζητώντας περισσότερη ηρεμία, μετακινήθηκε στα απόμακρα Κατουνάκια και το ίδιο έτος εγκαταστάθηκε ως υποτακτικός κοντά σε έναν αγιασμένο Ρώσο ερημίτη, τον Γέροντα Τυχόν, στο κελί του Τιμίου Σταυρού της Μονής Σταυρονικήτα. Εκεί δέχτηκε πολύτιμες πνευματικές εμπειρίες κοντά στον Γέροντα Τυχόν μέχρι την κοίμηση του τελευταίου (1968).
Μετά την κοίμηση του Γέροντα Τυχόν, ο Παΐσιος έμεινε για λίγο στη Μονή Σταυρονικήτα. Το 1979 όμως αναζήτησε ακόμη περισσότερη ησυχία και μετακόμισε σε ένα μικρό απομονωμένο κελί, την Παναγούδα, το οποίο υπαγόταν στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Το κελί αυτό ήταν ερειπωμένο, αλλά ο Γέροντας το ανακαίνισε με κόπο και το μετέτρεψε σε ένα απέριττο ησυχαστήριο, όπου έζησε τα τελευταία περίπου 15 χρόνια της ζωής του. Η φήμη της αγιότητάς του ήδη είχε αρχίσει να εξαπλώνεται και πλήθος πιστών άρχισε να τον επισκέπτεται στην Παναγούδα. Με τα χρόνια οι επισκέπτες πλήθαιναν τόσο πολύ, ώστε το μοναστήρι χρειάστηκε να τοποθετήσει πινακίδες που καθοδηγούσαν τους προσκυνητές στο μονοπάτι προς το κελί του, για να μη διαταράσσουν την ησυχία των υπολοίπων μοναχών​.
Ο ίδιος, παρά τον μεγάλο αριθμό προσκυνητών και το βαρύ καθημερινό πρόγραμμά του, δεν διέκοψε την έντονη ασκητική του ζωή. Αναπαυόταν μόνο 2-3 ώρες το 24ωρο, αφιερώνοντας το υπόλοιπο σε προσευχή και διακονία των ψυχών​. Δεχόταν με υπομονή όλους τους επισκέπτες –μοναχούς και λαϊκούς, νέους και ηλικιωμένους, μορφωμένους και απλούς– και προσπαθούσε να τους καθοδηγήσει πνευματικά. Συνήθιζε μάλιστα να τους δίνει ως ευλογία μικρές εικόνες που τύπωνε ο ίδιος με τη μέθοδο του ξυλοτυπίας, δείχνοντας αγάπη και ενδιαφέρον για καθέναν ξεχωριστά.
Τα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του, ο Γέροντας Παΐσιος υπέφερε από προβλήματα υγείας. Οι σκληροί ασκητικοί κόποι του είχαν επιβαρύνει το σώμα του: έπασχε από χρόνια κολίτιδα, βουβωνοκήλη και, τελικά, από καρκίνο στο παχύ έντερο. Παρ’ όλα αυτά, παρέμενε γαλήνιος, υπομονετικός και ευχαριστούσε τον Θεό. Από το 1993 εμφάνιζε εσωτερικές αιμορραγίες, αλλά αρνιόταν να νοσηλευτεί, λέγοντας με πίστη: «Όλα θα βολευτούν με το χώμα» – εννοώντας τη γη του τάφου​.
Πράγματι, τον Νοέμβριο του 1993 αναχώρησε από το Άγιον Όρος για τελευταία φορά και εγκαταστάθηκε στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, κοντά στις αγαπητές του μοναχές. Εκεί η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Θεαγένειο, όπου διαγνώστηκε εκτεταμένος καρκίνος. Υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση την 4η Φεβρουαρίου 1994, όμως η ασθένεια είχε ήδη κάνει μεταστάσεις. Ο ίδιος αντιμετώπισε την ασθένειά του ως δώρο Θεού και ευκαιρία πνευματικής ωφέλειας, δίνοντας θάρρος σε όσους ασθενείς τον επισκέπτονταν.
Τέλη Ιουνίου 1994 οι γιατροί τον ενημέρωσαν ότι του απέμεναν λίγες μόνον εβδομάδες ζωής.
Ο Γέροντας προετοιμάστηκε για την έξοδό του με προσευχή. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου 1994 (εορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων για τελευταία φορά, γονατιστός στο κρεβάτι του. Την επομένη ημέρα, Τρίτη 12 Ιουλίου 1994, στις 11 το πρωί, ο Άγιος Παΐσιος «εκοιμήθη» εν Κυρίω, σε ηλικία 69 ετών​.
Όπως επιθυμούσε, ενταφιάστηκε στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής, δίπλα στον ναό του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη.
Η κοίμησή του βύθισε σε συγκίνηση χιλιάδες πιστούς σε όλη την Ελλάδα, που ήδη τον τιμούσαν ως Αγιορείτη Γέροντα και φωτεινό παράδειγμα αγιότητας στη σύγχρονη εποχή.

Κοινοποίηση:

Facebook
Twitter
Email
Εκτύπωση

Δημοφιλέστερα

Κατηγορίες